- μίσχους
- μίσχοςstalkmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
ακακία — I Γένος ελλοβοκάρπων φυτών της οικογένειας των μιμοσιδών. Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, ιθαγενή των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, κυρίως της Αφρικής και της Αυστραλίας. Οι α. είναι μέτριου ύψους δέντρα ή θάμνοι, με κλαδιά συνήθως οριζόντια … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
λαμιναρία — (Laminaria). Γένος φυτών της οικογένειας των λαμιναριιδών. Έχουν μεγάλο, φυλλοειδή και έμμισχο θαλλό που καταλήγει σε θύσανο με ισχυρές ρίζες. Οι λ. είναι πλούσιες σε υδρογονάνθρακες, λαμιναρίνη και μανίτη. Πολλά είδη της λ. απαντούν στον Αρκτικό … Dictionary of Greek
μακινάρω — [μάκινα] κατεργάζομαι κάτι με μηχανή, ιδίως καθαρίζω τη σταφίδα από τους μίσχους και τα άλλα ξένα σώματα … Dictionary of Greek
μακρόμισχος — η, ο (για φυτά) αυτός που τα φύλλα του έχουν μακρούς μίσχους … Dictionary of Greek
μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… … Dictionary of Greek
ποδόφθαλμα — τα, Ν ζωολ. μαλακόστρακα δεκάποδα καρκινοειδή που έχουν τα μάτια τους σε μίσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. podophthalma (< πους, ποδός + οφθαλμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
πολύκαυλος — η, ο / πολύκαυλος, ον, ΝΑ (για φυτό) αυτός που έχει πολλούς καυλούς, πολλούς μίσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καυλός «βλαστός» (πρβλ. ολιγό καυλος)] … Dictionary of Greek